καλοκαθίζω

καλοκαθίζω
1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει καλά, τόν τοποθετώ αναπαυτικά
2. (αμτβ.) καλοκάθομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διπλοκαθίζω — 1. κάθομαι με διπλωμένα, σταυρωμένα τα πόδια 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, πολλή ώρα, καλοκαθίζω (ιδίως για απρόσκλητους, ανεπιθύμητους επισκέπτες) …   Dictionary of Greek

  • καλοκάθομαι — και καλοκαθίζω καλοκάθισα, καλοκαθισμένος, κάθομαι καλά και αναπαυτικά: Καλοκάθισε και δε λέει να το κουνήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”